Ο κ. Γεραπετρίτης και το Σύνταγμα της Ελλάδας

18/12/2021

Ο τίτλος του Συντάγματος της Ελλάδας, 1975

Δυστυχώς, ο κ. Γεραπετρίτης, Υπουργός Επικρατείας και Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, υπέπεσε σε δύο σημαντικά ατοπήματα κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού.


Το πρώτο ατόπημα ήταν πραγματολογικό. Ο κ. Γεραπετρίτης κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι ζήτησε παραίτηση του κ. πρωθυπουργού χωρίς να ζητήσει προκήρυξη εκλογών. Ωστόσο, ρητά ο κ. Τσίπρας ζήτησε και την παραίτηση του κ. Μητσοτάκη και την προκήρυξη εκλογών.


Το δεύτερο ατόπημα ήταν συνταγματολογικό. Ο κ. Γεραπετρίτης ισχυρίστηκε ότι ακόμη και αν παραιτούνταν ο κ. πρωθυπουργός, πάλι ο ίδιος θα ελάμβανε διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

 

Κάτι τέτοιο είναι, εν τούτοις, συνταγματικά ανεπίτρεπτο.

 

Σύμφωνα με το α’ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του Συντάγματος της Ελλάδας, εάν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί και το κόμμα στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του εν λόγω κόμματος.

 

Ωστόσο, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ του άρθρου 48 του π.δ. 18/1989, μια διοικητική πράξη (όπως, εν προκειμένω, το ρυθμιστικό προεδρικό διάταγμα διά του οποίου γίνεται δεκτή η παραίτηση ενός πρωθυπουργού) δεν μπορεί να εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας, δηλαδή να «φέρει μεν καθεαυτήν όλα τα στοιχεία της νομιμότητας, [να] γίνεται όμως για σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίον έχει νομοθετηθεί».  

 

Κατά συνέπεια, εάν ο κ. Μητσοτάκης παραιτούνταν, δεν θα μπορούσε (κατά την διάρκεια του βίου της παρούσας Βουλής) ούτε να προταθεί από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, ούτε –εάν παρατύπως προτεινόταν– να διοριστεί ξανά πρωθυπουργός από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.


Σε αντίθετη περίπτωση, η παραίτησή του θα ήταν προσχηματική, καθώς δεν θα είχε τον στόχο που ορίζει το Σύνταγμα (δηλαδή την απόσυρση του παραιτούμενου πρωθυπουργού και την ανάδειξη ενός νέου), αλλά θα εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς (είτε θεμιτούς, όπως η ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής στο πρόσωπο του πρωθυπουργού που όμως επιτυγχάνεται με ειδική διαδικασία, είτε αθέμιτους, όπως η επίδειξη δύναμης).

 

Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι ένα προεδρικό διάταγμα που παρανόμως θα επαναδιόριζε έναν πρωθυπουργό μετά την παραίτησή του χωρίς μεσολάβηση εκλογών δεν αποτελεί δικαστικώς ανέλεγκτη κυβερνητική πράξη, διότι δεν ανάγεται στην «διαχείριση της πολιτικής εξουσίας» (παράγραφος 5 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989), αλλά άπτεται των δικαιικών ορίων της πολιτικής δράσης. Άλλωστε, ας μην λησμονούμε ότι «η κατά τον νόμο και την νομολογία εξαίρεση των λεγόμενων κυβερνητικών πράξεων [από τον ακυρωτικό έλεγχο] δεν βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα» (Π. Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, γ’ έκδ., Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 135).