Δεν έχουμε -ακόμη- δικαίωμα να λέμε «Δεν είναι αθώοι»: Σχετικά με ένα κείμενο του κ. Θανάση Καμπαγιάννη

17/09/2020

Adolph Treidler, Loose talk can cause this, 1942

Υπάρχει η τάση να αναπαράγεται ένα αντιναζιστικό αυτοκόλλητο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που αναφέρεται στους κατηγορουμένους της δίκης της Χρυσής Αυγής με το εξής περιεχόμενο: «ΔΕΝ είναι αθώοι. ΟΙ ΝΑΖΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ».


Ο κ. Θ. Καμπαγιάννης υπερασπίστηκε την εν λόγω πρακτική σε άρθρο του με τίτλο «Έχουμε δικαίωμα να λέμε “Δεν είναι αθώοι”;».


Παρακάτω διατυπώνω κάποιες αντιρρήσεις για το εν λόγω κείμενο.

 

1. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

 

Ο κ. Καμπαγιάννης πιστεύει ότι η κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας «αποσκοπεί στην προστασία τους από τυχόν πιέσεις, όχι βέβαια της κοινωνίας, αλλά της πολιτικής εξουσίας». Άλλωστε, κατά τον ίδιο, «ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι η δικαστική εξουσία δεν υπόκειται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που συμβολοποιείται από την επιλογή της ανώτατης ηγεσίας της από την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση με τη διαδικασία που ο νόμος ορίζει».


Αυτή η άποψη είναι λανθασμένη. Ο δικαστής προστατεύεται έναντι κάθε αυθαίρετης εξουσίας. Ο δικαστής δεν θα αφεθεί απροστάτευτος απέναντι στην κοινωνική ισχύ ενός καπιταλιστή ή ενός όχλου, επειδή αυτή δεν αποτελεί «πολιτική εξουσία». Επί πλέον, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας γίνεται σεβαστή όταν ο δικαστής εφαρμόζει τους νόμους με τους οποίους οι πολίτες συγκατατίθενται, όχι όταν οι ανώτατοι δικαστές εκλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αντίθετα, μάλιστα, αυτή η εκλογή έχει ορθά επικριθεί ως περισσότερο κομματοκρατική παρά δημοκρατική.

 

2. ΚΟΙΝΟ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑ

 

Ο κ. Καμπαγιάννης τονίζει ότι «μπορεί λοιπόν το κοινό περί δικαίου αίσθημα να μην δικάζει – και σωστά! – μια υπόθεση, αλλά σε τελική ανάλυση οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η συλλογική πεποίθηση αυτών που συγκροτούν μια πολιτεία για το τι είναι δίκαιο πρέπει να συγκλίνουν».


Συγχέεται όμως εδώ το κοινό περί δικαίου αίσθημα με την κοινή γνώμη για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Εάν ο δικαστής θεωρεί ότι η ανθρωποκτονία δεν πρέπει να τιμωρείται, τότε πράγματι συγκρούεται με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και υπάρχει, με τα λόγια του κ. Καμπαγιάννη, «συστημικού τύπου πρόβλημα».


Αν όμως ο δικαστής κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της ανθρωποκτονίας σε μία ορισμένη υπόθεση, και αντιτίθεται έτσι στην κοινή γνώμη ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι φονιάς, αυτό δεν συνιστά καθόλου πρόβλημα, διότι ο δικαστής έχει επιχειρήματα, ενώ η κοινή γνώμη συνθήματα. Δεν αποκλείεται φυσικά μια δικαστική απόφαση να είναι λανθασμένη, αλλά το ζήτημα της ορθότητάς της θα τεθεί επειδή έχει εντοπιστεί κάποιο τυπικό ή ουσιαστικό σφάλμα και όχι επειδή η κοινή γνώμη είναι αντίθετη σε αυτήν.

 

3. ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΟΣ

 

Κατά τον κ. Καμπαγιάννη, «αν ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε τη δικαιοσύνη in vitro, “απερίσπαστη”, δεν θα έθετε ως κανόνα τη δημοσιότητα». Ωστόσο, μια δημόσια δίκη δεν σημαίνει ότι ο δικαστής δεν (πρέπει να) παραμένει απερίσπαστος. Το δικαίωμα του καθενός να παρακολουθεί μια δίκη δεν συνοδεύεται από το δικαίωμα π.χ. να διακόψει την διαδικασία για να πει την άποψή του ή να πάρει την θέση του δικαστή ή να ασκήσει πιέσεις οποιασδήποτε μορφής στο δικαστήριο.


Ο κ. Καμπαγιάννης επισημαίνει πάντως ορθά ότι, στα πλαίσια της αρχής της δημοσιότητας, «η ακροαματική διαδικασία πρέπει να τίθεται υπό τη δημόσια βάσανο στην πιο πλατιά της εκδοχή». Μοιάζει όμως να ταυτίζει την δημοσιότητα με την βάσανο. Αλήθεια, πόσοι από εκείνους που βάζουν το αντιναζιστικό αυτοκόλλητο έχουν μελετήσει όλα τα στοιχεία όλων των δικογραφιών, μαζί με την σχετική νομοθεσία και τα επιχειρήματα του Εισαγγελέα, των κατηγορουμένων και της πολιτικής αγωγής, ώστε να καταλήξουν στην κρίση τους; Πόσοι, έστω, συνοδεύουν το αυτοκόλλητο με μια εκτενή δικαιολόγησή του;


Είναι βέβαια ελάχιστοι, διότι είναι πολύ πιο εύκολο να αλλάζεις την εικόνα του προφίλ σου παρά να καταλήγεις σε μια ετυμηγορία «ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη», όπως πρέπει να είναι κάθε δικαστική απόφαση κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας (ά. 93 § 3 εδ. α’) – ή, κατ’ αναλογίαν κάθε κρίση υπέρ ή κατά μιάς τέτοιας απόφασης.


Άλλωστε, η κοινή γνώμη διαμορφώνεται αβασάνιστα, αν μη τι άλλο διότι σχηματίζεται πολύ πιο γρήγορα από την γνώμη του δικαστηρίου. Περνούν (κυριολεκτικά) χρόνια μέχρι οι δικαστές να ακούσουν και να αξιολόγησουν όλα τα επιχειρήματα, αλλά η κοινή γνώμη τολμά να βγάζει την ετυμηγορία «δεν είναι αθώοι» μέσα σε μερικούς μήνες.

 

4. ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΝΑΖΙΣΜΟΣ

 

Ο κ. Καμπαγιάννης διατυπώνει την περίεργη θέση ότι «η ποινικά παράδοξη σύζευξη μιας οργάνωσης που κατηγορείται ως εγκληματική, την ίδια στιγμή που διαθέτει τη μορφή του πολιτικού κόμματος, αναγνωρισμένου και από τον Άρειο Πάγο [...] αποτελεί εξαρχής κομμάτι οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου». Συμπληρώνει ότι «γι’ αυτό [ο Μιχαλολιάκος] ακολούθησε εξαρχής το χιτλερικό μοντέλο της οικοδόμησης ομάδων κρούσης, ενδύοντάς τες με την πολιτική νομιμοποίηση που πρόσφερε, ιδιαίτερα στη Μεταπολίτευση, η μορφή του πολιτικού κόμματος».


Αυτή η άποψη θα ίσχυε αν η Χρυσή Αυγή δεν ήταν εν τέλει ναζιστικό κόμμα, αλλά οργάνωση που ιδρύθηκε κυρίως για άλλους σκοπούς (π.χ. προσπορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους) και έλαβε την μορφή ναζιστικού κόμματος για να υπηρετήσει ακριβώς τους σκοπούς αυτούς. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «στρατηγήματος “τάγματα εφόδου υπό μανδύα κόμματος”» αποτελεί ακυρολεξία, διότι προϋποθέτει την ιστορική ανακρίβεια ότι τα ναζιστικά τάγματα εφόδου προηγήθηκαν της ίδρυσης του DAP (μετέπειτα NSDAP).


Είναι σαφές ότι ο κ. Καμπαγιάννης συγχέει τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής με την ιδεολογία της. Αντιτείνει στους «επιτήδειους ουδέτερους» που περιμένουν την δικαστική κρίση ότι «χρειάστηκε εκατομμύρια άνθρωποι να σταθούν μπροστά [στον ναζισμό] και ενεργητικά να του φράξουν τον δρόμο» και συμπεραίνει ότι «ενώνοντας τις φωνές μας μαζί με τα θύματα και τις οικογένειές τους που ζητάνε δικαιοσύνη, εκπληρώνουμε τα πολιτικά μας καθήκοντα».


Εν τούτοις, η υποστήριξη μιας ετυμηγορίας θα αποτελούσε πολιτικό καθήκον μόνον εάν μια δίκη ήταν πολιτική, δηλαδή μόνον εάν ο κατηγορούμενος δικαζόταν για τις πολιτικές του ιδέες και όχι για τις ποινικά ενδιαφέρουσες πράξεις του. Επειδή όμως σε μία πολιτεία είναι (τουλάχιστον) ανεκτή η ελεύθερη έκφραση κάθε ιδέας (ακόμη και της χειρότερης για την ίδια την πολιτεία), το δικαστήριο που θα έκρινε πολιτικά μια υπόθεση (ακόμη κι αν υπήρχαν πολιτικές-ιδεολογικές πτυχές σε αυτή) θα είχε στραφεί αυτομάτως στον δεσποτισμό.


Ο ναζισμός είναι μια βίαιη και δεσποτική ιδεολογία που αντιτίθεται στα λογικά και εμπειρικά θεμέλια κάθε πολιτείας. Καθήκον κάθε πολίτη είναι να μην εμπνέεται από την ιδεολογία αυτή, να την ανασκευάζει στον δημόσιο διάλογο και να μην επιτρέπει στους εκπροσώπους της να καταλαμβάνουν δημόσια αξιώματα (π.χ. να μην τους ψηφίζει στις εκλογές).


Όχι όμως. Δεν πρέπει να μπουν οι ναζί στην φυλακή. Στην φυλακή πρέπει να μπουν οι δολοφόνοι του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν, οι επίδοξοι δολοφόνοι των Αιγύπτιων ψαράδων, και κάθε άλλος εγκληματίας του οποίου οι πράξεις τιμωρούνται με φυλάκιση ή κάθειρξη. Δεν πρέπει να τιμωρηθούν ούτε επειδή είναι ναζί, ούτε κάν επειδή ο ναζισμός κατηύθυνε τις εγκληματικές τους ενέργειες. Πρέπει να τιμωρηθούν επειδή εγκλημάτησαν.


Μπροστά στην προτροπή του κ. Καμπαγιάννη να «θέ[σ]ουμε τη δικαιοσύνη προ των ιστορικών ευθυνών της», ας θυμηθούμε την εξαιρετική διατύπωση της Άρεντ (που έζησε τον ναζισμό στο πετσί της): «Μέσα στην δικαστική αίθουσα δεν δικάζεται κανένα σύστημα, καμμία Ιστορία ή ιστορική τάση, κανένας –ισμός, ο αντισημιτισμός για παράδειγμα, αλλά ένα πρόσωπο» (Hannah Arendt, Personal Responsibility Under Dictatorship, in Responsibility and Judgment, Schocken Books, New York, 2003, p. 30).